- κλειδωτός
- -ή, -ό [κλειδώνω]1. αυτός που έχει κλειδωθεί, ο κλειδωμένος2. αυτός που κλειδώνεται, που ασφαλίζεται με κλειδί3. αυτός που συνδέεται, που συνάπτεται με πόρπη, θηλυκωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλειδωτός — ή, ό 1. κλειδωμένος. 2. θηλυκωτός, κουμπωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακλείδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει κλειδωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλειδωτός < κλεδώνω] … Dictionary of Greek
πολυκλείδωτος — ον, Μ 1. αυτός που έχει κλειδωθεί πολλές φορές ή με πολλά κλειδιά 2. πολύ καλά κλειδωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλειδωτός (< κλειδῶ «κλειδώνω»)] … Dictionary of Greek
περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)